- θερμοεντοπισμός
- οτεχνολ. γενική ονομασία μεθόδων και συσκευών που χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό ενός σώματος με βάση τη θερμική ακτινοβολία του.[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)-* + εντοπισμός (< εντοπίζω). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. infrared detection)].
Dictionary of Greek. 2013.